Τι είναι η υπερμετρωπία
Η υπερμετρωπία είναι μια συχνή διαθλαστική ανωμαλία των ματιών, κατά την οποία το φως που εισέρχεται δεν εστιάζεται σωστά στον αμφιβληστροειδή, αλλά πίσω από αυτόν. Το αποτέλεσμα είναι θολή όραση κυρίως σε κοντινές αποστάσεις, η οποία, όσο αυξάνονται οι βαθμοί της υπερμετρωπίας, μπορεί να επηρεάζει και τη μακρινή όραση. Η πάθηση οφείλεται συνήθως σε βραχύτερο μήκος του βολβού ή και σε πιο ‘flat’, λιγότερο κυρτό δηλαδή κερατοειδή/φακό.
Υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι υπερμετρωπίας:
- Εμφανής (ή εκδηλωμένη): Είναι το τμήμα της υπερμετρωπίας που φαίνεται στις καθημερινές μετρήσεις και προκαλεί συμπτώματα.
- Λανθάνουσα: Καλύπτεται από την ικανότητα προσαρμογής του ματιού (κυρίως σε νεότερους ασθενείς), οπότε δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή.
- Ολική: Το άθροισμα της εμφανούς και της λανθάνουσας υπερμετρωπίας· αποκαλύπτεται μόνο με εξειδικευμένη εξέταση (π.χ. με κυκλοπληγικές σταγόνες).
Σε αντίθεση με τη μυωπία, όπου η όραση είναι θολή κυρίως σε μακρινές αποστάσεις, και με τον αστιγματισμό, που προκαλεί παραμορφώσεις λόγω ανώμαλου σχήματος του κερατοειδούς, η υπερμετρωπία επηρεάζει κυρίως την κοντινή όραση, ιδιαίτερα καθώς μειώνεται η ικανότητα προσαρμογής λόγω ηλικίας. Συχνά συνδέεται και με πρεσβυωπία, καθώς γίνεται πιο εμφανής από τα 40–45 και μετά.
Η κατανόηση του τύπου και του μεγέθους της υπερμετρωπίας είναι βασική προϋπόθεση για τη σωστή διάγνωση και επιλογή της κατάλληλης θεραπείας — είτε πρόκειται για γυαλιά είτε για λέιζερ υπερμετρωπίας, είτε για επέμβαση τύπου καταρράκτη (clear lens extraction), με ή χωρίς πολυεστιακούς ενδοφακούς.
Υπερμετρωπία σε παιδιά
Η υπερμετρωπία σε παιδιά είναι αρκετά συχνό φαινόμενο και στην πιο ήπια μορφή της μπορεί να θεωρηθεί έως και φυσιολογικό στάδιο της οπτικής ανάπτυξης του παιδιού. Τα περισσότερα παιδιά γεννιούνται με κάποια υπερμετρωπία, η οποία συνήθως μειώνεται με την πάροδο του χρόνου καθώς το μάτι μεγαλώνει. Ωστόσο, όταν οι βαθμοί είναι υψηλοί ή υπάρχει διαφορά υπερμετρωπίας στο ένα μάτι, η κατάσταση μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη της όρασης και να οδηγήσει σε αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι) ή στραβισμό.
Η λανθάνουσα υπερμετρωπία είναι επίσης συχνή στα παιδιά, καθώς η ισχυρή ικανότητα προσαρμογής των νεαρών φακών μπορεί να καλύπτει προσωρινά την ανάγκη για διορθωτικά γυαλιά. Αυτό όμως προκαλεί έντονη κόπωση, πονοκεφάλους και δυσκολία στη συγκέντρωση, ειδικά κατά τη μελέτη ή τις δραστηριότητες κοντινής όρασης.
Η έγκαιρη διάγνωση που θα κάνει ένας έμπειρος οφθαλμίατρος από τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού μπορεί να είναι καθοριστική για την πρόληψη επιπλοκών. Γι’ αυτό οι παιδίατροι συνιστούν να γίνεται προληπτικός οφθαλμολογικός έλεγχος στα παιδιά ήδη πριν την ηλικία των 4–5 ετών, ακόμα και από τα 2 έτη όταν υπάρχει ιστορικό στην οικογένεια, προκειμένου να εντοπιστεί εγκαίρως μία πιθανή βλάβη και να καθοριστεί η ανάγκη για διορθωτικά γυαλιά, τα οποία θα συμβάλλουν στην φυσιολογική ανάπτυξη της όρασης καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Ποια συμπτώματα εμφανίζει η υπερμετρωπία
Η υπερμετρωπία μπορεί να προκαλέσει ποικίλα συμπτώματα, ανάλογα με την ηλικία, το ύψος της διαθλαστικής ανωμαλίας και την ικανότητα του ματιού να προσαρμόζεται. Το πιο συχνό σύμπτωμα είναι η θολή όραση σε κοντινή απόσταση, ιδιαίτερα σε ενήλικες, ενώ σε πιο προχωρημένα στάδια μπορεί να επηρεαστεί και η μακρινή όραση.
Πολλοί ασθενείς αναφέρουν κόπωση στα μάτια, πονοκεφάλους ή έντονη ενόχληση κατά την ανάγνωση ή την εργασία στον υπολογιστή. Σε παιδιά, η υπερμετρωπία μπορεί να οδηγήσει σε στραβισμό, δυσκολία στη συγκέντρωση ή αποφυγή δραστηριοτήτων που απαιτούν κοντινή όραση.
Όταν η υπερμετρωπία είναι λανθάνουσα, καλύπτεται από την ικανότητα προσαρμογής του φακού, και τα συμπτώματα εμφανίζονται αργότερα ή μετά από καταπόνηση. Σε κάθε περίπτωση, η έγκαιρη διάγνωση είναι καθοριστική για την αποφυγή επιπλοκών.
Ποια τα αίτια της υπερμετρωπίας
Η υπερμετρωπία είναι συνήθως κληρονομική και οφείλεται σε ανατομικά χαρακτηριστικά του ματιού. Το πιο συχνό αίτιο είναι ένα βραχύτερο μήκος του οφθαλμικού βολβού, με αποτέλεσμα το φως να εστιάζεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή, και όχι πάνω του. Άλλες φορές, η υπερμετρωπία προκύπτει από χαμηλότερη διαθλαστική ισχύ του κερατοειδούς ή του φακού, δηλαδή η καμπυλότητα των διαθλαστικών επιφανειών του ματιού είναι μικρότερη από το φυσιολογικό (είναι πιο επίπεδος, πιο ‘flat’ ο κερατοειδής απ’ ό,τι χρειάζεται).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η υπερμετρωπία μπορεί να σχετίζεται με παθολογικές καταστάσεις, όπως πρώιμες αλλαγές στον καταρράκτη, ή να εμφανίζεται σε μόνο ένα μάτι, δημιουργώντας ασυμμετρία που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση.
Πως θεραπεύεται η υπερμετρωπία
Η υπερμετρωπία θεραπεύεται είτε με συντηρητικούς τρόπους είτε με επεμβατικές μεθόδους, ανάλογα με την ηλικία, τον βαθμό της διαθλαστικής ανωμαλίας και τις ανάγκες του κάθε ασθενούς.
Συντηρητικές Επιλογές
Οι συντηρητικές μέθοδοι αντιμετώπισης της υπερμετρωπίας περιλαμβάνουν διορθωτικά γυαλιά και φακούς επαφής, και αποτελούν την πρώτη γραμμή θεραπείας, ειδικά για παιδιά, εφήβους και ενήλικες με ήπιους έως μέτριους βαθμούς.
- Τα γυαλιά υπερμετρωπίας διαθέτουν αμφίκυρτους φακούς που συγκλίνουν τις ακτίνες του φωτός ώστε να εστιάζονται σωστά πάνω στον αμφιβληστροειδή. Είναι μια εύκολη, ασφαλής και προσιτή λύση, ιδανική για όλες τις ηλικίες. Χορηγούνται συχνά και για λανθάνουσα υπερμετρωπία, όταν η συνεχής προσαρμογή του φακού κουράζει τα μάτια και προκαλεί συμπτώματα όπως πονοκέφαλο ή κόπωση στην κοντινή όραση.
- Οι φακοί επαφής, συνήθως μαλακοί σφαιρικοί ή τορικοί (αν συνυπάρχει αστιγματισμός), προσφέρουν πιο φυσική όραση, ευρύτερο οπτικό πεδίο και μεγαλύτερη ελευθερία σε δραστηριότητες. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι για άτομα με δραστήριο τρόπο ζωής, αθλητές ή όσους δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα γυαλιά.
Η επιλογή μεταξύ γυαλιών και φακών γίνεται πάντα με βάση τις οπτικές ανάγκες, τον τρόπο ζωής και την οφθαλμολογική αξιολόγηση από εξειδικευμένο οφθαλμίατρο, ώστε να εξασφαλιστεί άνεση και αποτελεσματικότητα.
Διαθλαστική Χειρουργική
Η διαθλαστική χειρουργική αποτελεί την πλέον εξελιγμένη επιλογή για όσους επιθυμούν μόνιμη διόρθωση της υπερμετρωπίας και ανεξαρτησία από γυαλιά ή φακούς επαφής. Απευθύνεται κυρίως σε ενήλικες με σταθερό διαθλαστικό σφάλμα, κατάλληλα ανατομικά χαρακτηριστικά και ρεαλιστικές προσδοκίες.
Η βασική τεχνική που εφαρμόζεται είναι η διόρθωση με λέιζερ μέσω LASIK, η οποία επιτρέπει την τροποποίηση της καμπυλότητας του κερατοειδούς ώστε να εστιάζει σωστά το φως στον αμφιβληστροειδή. Το LASIK προσφέρει προβλέψιμα, ασφαλή και άμεσα ορατά αποτελέσματα, και έχει καθιερωθεί ως η μέθοδος εκλογής για την υπερμετρωπία.
Όταν η υπερμετρωπία είναι υψηλή, δηλαδή ξεπερνάει τους 4 με 5 βαθμούς, ή στις περιπτώσεις που η καμπυλότητα του κερατοειδούς δεν επιτρέπει την χρήση λέιζερ, τότε επιλέγεται η αντικατάσταση του φυσικού φακού με έναν ενδοφακό. Η μέθοδος αυτή είναι ευρέως γνωστή και ως clear lens extraction, είναι τεχνικά παρόμοια με την επέμβαση καταρράκτη και έχει εξαιρετικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, η λύση αυτή προσφέρει σταθερή ποιότητα όρασης, ιδιαίτερα σε ασθενείς άνω των 40-45 ετών ή με ενδείξεις αρχόμενου καταρράκτη. Με την μεγάλη βελτίωση της ποιότητας των πολυεστιακών ενδοφακών, μπορεί και η ενδιάμεση προς κοντινή όραση να είναι πολύ καλή μετά από clear lens extraction – όπως ακριβώς και μετά από επέμβαση καταρράκτη.
Φυσικά η επιλογή της κατάλληλης χειρουργικής μεθόδου πρέπει να γίνεται μόνο έπειτα από εκτενή διαθλαστικό και ανατομικό έλεγχο, πάντα από έμπειρο οφθαλμίατρο με εξειδίκευση στη διαθλαστική χειρουργική. Η ασφάλεια, η προγνωσιμότητα και η εξατομίκευση της παρέμβασης αποτελούν βασικές προτεραιότητες για ένα άρτιο και μακροχρόνιο οπτικό αποτέλεσμα.
Αν παρατηρείτε δυσκολία στην καθαρή εστίαση όταν διαβάζετε ή εργάζεστε σε κοντινή απόσταση, είναι πιθανό να αντιμετωπίζετε υπερμετρωπία. Ο Δρ. Χάρης Μπριλάκης, χειρουργός οφθαλμίατρος με εξειδίκευση στη διαθλαστική χειρουργική, διαθέτει εκτενή εμπειρία σε προηγμένες θεραπείες για την αντιμετώπιση της υπερμετρωπίας. Πραγματοποιήστε την επικοινωνία σας με τον γιατρό και κλείστε το ραντεβού σας για μια πλήρη οφθαλμολογική αξιολόγηση και καθοδήγηση.